πισινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πισινός η πισινή το πισινό
      γενική του πισινού της πισινής του πισινού
    αιτιατική τον πισινό την πισινή το πισινό
     κλητική πισινέ πισινή πισινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πισινοί οι πισινές τα πισινά
      γενική των πισινών των πισινών των πισινών
    αιτιατική τους πισινούς τις πισινές τα πισινά
     κλητική πισινοί πισινές πισινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πισινός < *οπισινός < οπίσ(ω) + -ινός με αποβολή του αρκτικού άτονου φωνήεντος [o] όταν συμπροφέρεται με το άρθρο[1] (/o opisiˈnos/ > /opisiˈnos/ > /o pisiˈnos/)
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό πισινός, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στην πληθυντικό πισινά, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό πισινή.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.siˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐σι‐νός

Επίθετο

[επεξεργασία]

πισινός, -ή, -ό

  • που βρίσκεται ακριβώς από πίσω, ο από πίσω
    Τα άλογα τινάζουν με δύναμη τα πισινά τους πόδια όταν είναι εκνευρισμένα.
    ※  […] έχουμε φωνήεντα που είναι μπροστινά, όπως τα [i] και [e], και πισινά, όπως τα [α], [o] και [u].
    Τι είναι φωνήεν; - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πισινός αρσενικό

  • τα οπίσθια, το τμήμα του σώματος ανθρώπων και ζώων που βρίσκεται στο πίσω μέρος της λεκάνης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

επίσης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • για επίσημους όρους → δείτε τη λέξη οπίσθια
  • για όρους προφορικούς ή αργκό → δείτε τη λέξη κώλος

Αναφορές

[επεξεργασία]