ρεμάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεμάλι | τα | ρεμάλια |
γενική | του | ρεμαλιού | των | ρεμαλιών |
αιτιατική | το | ρεμάλι | τα | ρεμάλια |
κλητική | ρεμάλι | ρεμάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεμάλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική رمال (remmal) < αραβική رمل (raml: άμμος· πληθυντικός: رمال: rimaal) (μάντης από σχήματα στην άμμο}[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεμάλι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεμάλι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρεμάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)