συστήνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστήνω < από το συστήσω, υποτακτική του αορίστου του αρχαίου ρήματος συνιστῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]συστήνω (και συσταίνω), πρτ.: σύστηνα, στ.μέλλ.: θα συστήσω, αόρ.: σύστησα, παθ.φωνή: συστήνομαι, μτχ.π.π.: συστημένος
- συνιστώ, προτείνω, υποδείχνω κάτι ως καλό
- παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον για πρώτη φορά, κάνω τις συστάσεις, γνωρίζω
- -Να σας συστήσω τον κύριο Τάδε. -Χαίρω πολύ
- ιδρύω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συστήνω | σύστηνα | θα συστήνω | να συστήνω | συστήνοντας | |
β' ενικ. | συστήνεις | σύστηνες | θα συστήνεις | να συστήνεις | σύστηνε | |
γ' ενικ. | συστήνει | σύστηνε | θα συστήνει | να συστήνει | ||
α' πληθ. | συστήνουμε | συστήναμε | θα συστήνουμε | να συστήνουμε | ||
β' πληθ. | συστήνετε | συστήνατε | θα συστήνετε | να συστήνετε | συστήνετε | |
γ' πληθ. | συστήνουν(ε) | σύστηναν συστήναν(ε) |
θα συστήνουν(ε) | να συστήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σύστησα | θα συστήσω | να συστήσω | συστήσει | ||
β' ενικ. | σύστησες | θα συστήσεις | να συστήσεις | σύστησε | ||
γ' ενικ. | σύστησε | θα συστήσει | να συστήσει | |||
α' πληθ. | συστήσαμε | θα συστήσουμε | να συστήσουμε | |||
β' πληθ. | συστήσατε | θα συστήσετε | να συστήσετε | συστήστε | ||
γ' πληθ. | σύστησαν συστήσαν(ε) |
θα συστήσουν(ε) | να συστήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συστήσει | είχα συστήσει | θα έχω συστήσει | να έχω συστήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συστήσει | είχες συστήσει | θα έχεις συστήσει | να έχεις συστήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συστήσει | είχε συστήσει | θα έχει συστήσει | να έχει συστήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συστήσει | είχαμε συστήσει | θα έχουμε συστήσει | να έχουμε συστήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συστήσει | είχατε συστήσει | θα έχετε συστήσει | να έχετε συστήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συστήσει | είχαν συστήσει | θα έχουν συστήσει | να έχουν συστήσει |
|
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- τα ρήματα συστήνω και συνιστώ, ενώ δεν συμπίπτουν απολύτως σημασιολογικά, στην καθημερινή ομιλία πολλές φορές συγχέονται μεταξύ τους. Ο αόριστός τους στην οριστική (σύστησα = έκανα τις συστάσεις - συνέστησα αλλά και σύστησα = πρότεινα), την υποτακτική (να συστήσω) και οι περιφραστικοί χρόνοι (έχω συστήσει) που ταυτίζονται δημιουργούν τη σύγχυση.
- Στην παθητική φωνή (συστήνομαι) οι σημασίες ιδρύω και προτείνω/γνωρίζω διαφοροποιούνται στην κλίση του αορίστου (συστάθηκα και συστήθηκα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συστήνω