σχήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχήμα | τα | σχήματα |
γενική | του | σχήματος | των | σχημάτων |
αιτιατική | το | σχήμα | τα | σχήματα |
κλητική | σχήμα | σχήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχήμα < αρχαία ελληνική σχῆμα < ἔχω (σε κάποιες σημασίες ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Format)
- για την περιγραφή των συνόλων < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική forme
- για τον θρησκευτικούς όρους < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σχῆμα < αρχαία ελληνική σχῆμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsçi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχή‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχήμα ουδέτερο
- η μορφή ενός πράγματος ή σώματος, το εξωτερικό του περίγραμμα
- (γεωμετρία) η μορφή, η περίμετρος ενός σχεδιάσματος ή η εξωτερική επιφάνεια στερεού σώματος
- το σχέδιο
- (τυπογραφία) οι στάνταρντ διαστάσεις ενός εντύπου, το πρότυπο
- (μεταφορικά) η συνεργασία ή συνδυασμός δύο ή περισσότερων ατόμων για κάποιο σκοπό
- μουσικό σχήμα
- (διαδίκτυο) scheme: το τμήμα μίας διεύθυνσης URL που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή το είδος του πόρου (πχ. file)
- (βάσεις δεδομένων) schema: (στο σχεσιακό μοντέλο) έχει δύο έννοιες:
- → δείτε σχήμα σχέσης
- η περιγραφή του συνόλου των σχέσεων / οντοτήτων ενός σχεσιακού μοντέλου ή μιάς σχεσιακής βάσης δεδομένων (βλ. και διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων)
- ※ το σχήμα μιας σχεσιακής βάσης δεδομένων είναι μια συλλογή από σχήματα σχέσεων[1]
- (θρησκεία)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- σχήμα λόγου (λογοτεχνία)
- σχήμα κατ' εξοχήν (λογοτεχνία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- αβγόσχημος
- αμετασχημάτιστος
- ανασχηματίζω
- αποσχηματίζω
- απροσχημάτιστος
- άσχημος & σύνθετα
- ασχηματοποίητος
- αυτομετασχηματιστής
- αυτοσχημάτιστος
- αχλαδόσχημος
- δακρύσχημος
- διπλοσχημάτιστος
- επανασχηματισμός
- καρδιόσχημος
- κιβωτιόσχημος
- λεπιδόσχημος
- λογχόσχημος
- μετασχηματίζω
- ξανασχηματίζω
- ποικιλόσχημος
- πρόσχημα
- σταμνόσχημος
- σταυρόσχημος
- σχηματογραφία
- σχηματοποιώ
- φαλλόσχημος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σχήμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχήμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 43-44, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)