τζιτζίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιτζίκι | τα | τζιτζίκια |
γενική | του | τζιτζικιού | των | τζιτζικιών |
αιτιατική | το | τζιτζίκι | τα | τζιτζίκια |
κλητική | τζιτζίκι | τζιτζίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζιτζίκι < τζίτζικ(ας) + -ι < αρχαία ελληνική τέττιξ ((ηχομιμητική λέξη))
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡ziˈd͡zi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζι‐τζί‐κι
- παρώνυμο: τζατζίκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζιτζίκι ουδέτερο
- (έντομο) άλλη μορφή του τζίτζικας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)