τοπολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοπολογία | οι | τοπολογίες |
γενική | της | τοπολογίας | των | τοπολογιών |
αιτιατική | την | τοπολογία | τις | τοπολογίες |
κλητική | τοπολογία | τοπολογίες | ||
Ως επιστημονικός κλάδος, μόνο στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοπολογία θηλυκό
- η μελέτη ενός τόπου (ως προς τη γεωγραφία του, την ιστορία του, τις ιδιότητές του κ.α.).
- (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που μελέτα εκείνες τις ιδιότητες των γεωμετρικών σχηματισμών που παραμένουν αμετάβλητες όταν αυτοί υπόκεινται σε ελαστικές παραμορφώσεις, όπως για παράδειγμα σε έκταση ή σε συστροφή (ομοιομορφισμοί). Η τοπολογία, δηλαδή, ενδιαφέρεται για τις γενικές ιδιότητες ενός τοπολογικού χώρου και όχι για τις ιδιότητες των ποικίλων διαμορφώσεων που αυτός μπορεί να λάβει. Βασικές έννοιες: συνέχεια, σύγκλιση.
- για την τοπολογία μία σφαίρα και ένας κύβος είναι ισοδύναμοι
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) Η διάταξη με την οποία συνδέονται οι κόμβοι (nodes) μέσω καναλιών (links) σε ένα δίκτυο τηλεπικοινωνιών (βλ. και τοπολογία δικτύου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τοπολογία στη Βικιπαίδεια