υποκοριστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκοριστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποκοριστικός < ελληνιστική κοινή ὑποκοριστικός < αρχαία ελληνική ὑποκορίζομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποκοριστικό ουδέτερο
- (γραμματική) παράγωγο ουσιαστικό που δηλώνει ό,τι και το πρωτότυπο αλλά σε μικρό μέγεθος, ποσότητα, ηλικία κ.λπ.· συχνά χρησιμοποιείται και ως χαϊδευτικό ή για να δηλώσει συμπάθεια, συμπόνια ή ειρωνεία ή για να προσδώσει έναν τόνο οικειότητας
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- διαφορετικό το χαϊδευτικό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Παράρτημα:Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας→Υποκοριστικά
- Κατηγορία:Υποκοριστικοί όροι (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Όροι κατά δεύτερο υποκορισμό στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υποκοριστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του υποκοριστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υποκοριστικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)