όμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄμμα. Δείτε και το σχηματισμό της γενικής ομματιών
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όμμα ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὄμμα)
- (απαρχαιωμένο) το μάτι
- στις εκφράσεις:
- ↪ ιδίοις όμμασι: με τα ίδια (μου) τα μάτια
- ↪ τυφλοίς όμμασι: με κλειστά μάτια, με τυφλή εμπιστοσύνη
- ↪ παίρνω των ομματιών μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όμμα
→ δείτε τη λέξη μάτι |
Πηγές
[επεξεργασία]- όμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας