blues
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]blues (en)
- (μουσική), (μουσικό είδος) (η, το, τα) μπλουζ
- μελαγχολία, κακοκεφιά, ακεφιές, μαύρες, τα κάτω μου, οι μαύρες μου
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]blues (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- blues < αγγλική
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]blues (fr) αρσενικό