dance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

dance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dauncen, daunsen < αγγλονορμανδική dauncer / dancer [1]< άγνωστης ετυμολογίας,[2] πιθανόν φραγκική *dintjan [3][1]*þansōn[1]) με προέλευση από την οικογένεια γερμανικών γλωσσών [4]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dance dances

dance (en)

  1. (χορός) ο χορός, το είδος του χορού
    belly dance - χορός της κοιλιάς
    → δείτε και τη λέξη ντάνσινγκ
  2. (μη μετρήσιμο) ο χορός, η τέχνη του χορού
    I am a dance teacher and I create choreographies.
    Είμαι δάσκαλος χορού και φτιάχνω χορογραφίες.
    dance hall/music - αίθουσα/μουσική χορού
ενεστώτας dance
γ΄ ενικό ενεστώτα dances
αόριστος danced
παθητική μετοχή danced
ενεργητική μετοχή dancing

dance (en)

  1. (αμετάβατο) χορεύω, κινούμαι με ρυθμό
    Shall we dance?
    Τι λες, χορεύουμε;
  2. (μεταβατικό) χορεύω, κάνω ένα είδος χορού
    I am dancing the waltz/the tango.
    Χορεύω βαλς/τανγκό.
  3. (αμετάβατο) χορεύω, κινούμαι με ζωηρό τρόπο
    The flames which danced in the fireplace…
    Οι φλόγες που χόρευανστο τζάκι…

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 1,2 danser - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
  2. dance - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  3. dance - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  4. Δείτ και tanzen (γερμανικά) και την ετυμολογία του tanzen στο γερμανικό βικιλεξικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dance θηλυκό