dormitory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dormitory | dormitories |
Προφορά
[επεξεργασία]/ˈdɔːmɪtri,ˈdɔːmɪt(ə)ri/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dormitory (en)
- ο κοιτώνας σε φοιτητική εστία
- (ειδικότερα) η φοιτητική εστία (κτήριο)
- ↪ university dormitories - φοιτητική εστία πανεπιστημίου
- (ειδικότερα) η φοιτητική εστία (κτήριο)
- το υπνωτήριο, ο υποθάλαμος