exclude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας exclude
γ΄ ενικό ενεστώτα excludes
αόριστος excluded
παθητική μετοχή excluded
ενεργητική μετοχή excluding

exclude (en)

  1. αποκλείω, παραλείπω, σκόπιμα δεν συμπεριλαμβάνω κάτι σε αυτό που κάνω ή σκέφτομαι
    Such a possibility cannot be excluded.
    Δεν μπορεί ν' αποκλειστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
    Exclude all the details.
    Παραλείψτε όλες τις λεπτομέρειες.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις eliminate και omit
  2. αποκλείω, εμποδίζω κάποιον να λάβει μέρος σε κάτι
    I exclude somebody from a competition.
    Αποκλείω κάποιον από ένα διαγωνισμό.
     συνώνυμα: rule out, disqualify, bar, shut out

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]