ilha
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά
(pt)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
ilha
ilhas
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ilha
(pt)
θηλυκό
(
γεωγραφία
)
νησί
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
Γεωγραφία (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Čeština
Dansk
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Gaelg
Hrvatski
Magyar
Ido
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Sicilianu
Sängö
Gagana Samoa
Svenska
Kiswahili
Türkçe
Volapük
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú