logique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɔ.ʒik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
logique logiques

logique (fr) αρσενικό ή θηλυκό