plaisance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
plaisance plaisances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plaisance (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η αναψυχή
  2. (ειδικότερα) η ναυτιλία με μικρά σκάφη που γίνεται για τον αθλητισμό ή την αναψυχή
     συνώνυμα: voile, yachting

Εκφράσεις

[επεξεργασία]