plaisance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plaisance | plaisances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]plaisance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η αναψυχή
- (ειδικότερα) η ναυτιλία με μικρά σκάφη που γίνεται για τον αθλητισμό ή την αναψυχή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de plaisance: αναψυχής