situation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
situation | situations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]situation (en)
- η κατάσταση, το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κάτι
- ↪ the political/economic/international situation - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
- ↪ What's the situation of the company?
- Ποια είναι η κατάσταση της εταιρείας;
- ↪ His refusal to cooperate makes the situation even more difficult.
- Η άρνησή του να συνεργαστεί δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
- ≈ συνώνυμα: position, circumstance
- (επίσημο) η τοποθεσία
Πηγές
[επεξεργασία]- situation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 431-432. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάσταση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
situation | situations |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]situation (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- situation - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- situation - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online