snakebite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snakebite | snakebites |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]snakebite (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το δάγκωμα από φίδι