stoïque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stɔ.ik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stoïque stoïques

stoïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό