strait

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

strait (en)

  1. (αρχαϊκό) στενός, περιορισμένος από άποψη χώρου
  2. (αρχαϊκό) σωστός, αυστηρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
strait straits

strait (en)

  1. (γεωγραφία) στενό, πορθμός
    the straits of Gibraltar

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]