sujet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sujet sujets

sujet (fr) αρσενικό

  1. το θέμα
  2. (γραμματική) το υποκείμενο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sujet sujets
θηλυκό sujette sujettes

sujet (fr)

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sujet sujets
θηλυκό sujette sujettes

sujet (fr)

  1. (νομικός όρος) που υποτάσσεται σε κάποια υποχρέωση, που υποχρεούται να
  2. επιρρεπής, που υπόκειται σε, που πάσχει συχνά από κάτι
    il est sujet à des migraines - πάσχει συχνά από ημικρανίες

Συγγενικά

[επεξεργασία]