touch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
touch | touches |
touch (en)
- η αφή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | touch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | touches |
αόριστος | touched |
παθητική μετοχή | touched |
ενεργητική μετοχή | touching |
touch (en)
- (μεταβατικό) αγγίζω, ακουμπάω, πιάνω, φτάνω, πατώνω, βάζω το χέρι μου ή άλλο μέρος του σώματός μου σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ She touched the keys of the piano.
- Άγγιξε τα πλήκτρα του πιάνου.
- ⮡ He passed right by us, almost touching us, but didn’t notice us.
- Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε.
- ⮡ Don’t touch the socket with wet hands.
- Μην πιάνεις την πρίζα με βρεγμένα χέρια.
- ⮡ Can you touch the ceiling?
- Μπορείς να φτάσεις το ταβάνι;
- ⮡ Can you touch the bottom there?
- Πατώνεις εκεί;
- ⮡ The weight of the fishing line touches the bottom of the sea.
- Το βαρίδιο της πετονιάς πάτωσε στο βυθό της θάλασσας.
- ⮡ The water is deep and I can’t touch (the bottom).
- Τα νερά είναι βαθιά και δεν πατώνω.
- ⮡ She touched the keys of the piano.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αγγίζω, ακουμπάω, για δύο ή περισσότερα πράγματα, επιφάνειες κτλ. που βρίσκονται ή έρχονται τόσο κοντά μεταξύ τους που δεν υπάρχει διάστημα μεταξύ τους
- ⮡ The branches touched the water.
- Τα κλαδιά άγγιζαν το νερό.
- ⮡ The top of the mountain was touching the clouds.
- Η κορυφή του βουνού ακουμπούσε τα σύννεφα.
- ⮡ The branches touched the water.
- (μεταβατικό) συγκινώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται λυπημένος ή συναισθηματικός
- (μεταβατικό, συνήθως σε αρνητικές προτάσεις) αγγίζω κάτι για να φάω, να πιω ή να χρησιμοποιήσω κάτι
- ⮡ He hasn’t touched food/alcohol for weeks.
- Δεν έχει αγγίξει τροφή/ποτό επί εβδομάδες.
- ⮡ He hasn’t touched food/alcohol for weeks.
- (μεταβατικό, συνήθως σε αρνητικές προτάσεις) συναγωνίζομαι, παραβάλλομαι, είμαι τόσο καλός όσο κάποιος σε ικανότητες, ποιότητα κτλ.
- (μεταβατικό) αγγίζω, φτάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο κτλ.
- ⮡ The temperature yesterday touched forty degrees.
- Η θερμοκρασία χθες άγγιξε τους σαράντα βαθμούς.
- ⮡ The temperature yesterday touched forty degrees.
- (μεταβατικό, πληροφορική) μαρκάρω αρχείο ώστε να φαίνεται στο λειτουργικό σύστημα ότι έχει τροποποιηθεί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- touch (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- touch (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 831. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκινώ