Greek

edit

Adjective

edit

ανεκδιήγητος (anekdiígitosm (feminine ανεκδιήγητη, neuter ανεκδιήγητο)

  1. indescribable
    Synonyms: απερίγραπτος (aperígraptos), αμολόητος (amolóitos), ανεκλάλητος (aneklálitos)
    ανεκδιήγητα βάσαναanekdiígita vásanaindescribable suffering

Declension

edit