δίκυκλος
Greek
editEtymology
editLearnedly from δι- (di-, from δις) + κύκλ(ος) (kýkl(os)) + -ος (-os), a calque of French bicycle.[1]
Pronunciation
editAdjective
editδίκυκλος • (díkyklos) m (feminine δίκυκλη, neuter δίκυκλο)
- two-wheeled, birotate
- Synonym: δίτροχος (dítrochos)
Declension
editDeclension of δίκυκλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δίκυκλος • | δίκυκλη • | δίκυκλο • | δίκυκλοι • | δίκυκλες • | δίκυκλα • |
genitive | δίκυκλου • | δίκυκλης • | δίκυκλου • | δίκυκλων • | δίκυκλων • | δίκυκλων • |
accusative | δίκυκλο • | δίκυκλη • | δίκυκλο • | δίκυκλους • | δίκυκλες • | δίκυκλα • |
vocative | δίκυκλε • | δίκυκλη • | δίκυκλο • | δίκυκλοι • | δίκυκλες • | δίκυκλα • |
Derived terms
edit- δίκυκλο n (díkyklo, noun)
References
edit- ^ δίκυκλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language