ματαιόδοξος
Greek
editAdjective
editματαιόδοξος • (mataiódoxos) m (feminine ματαιόδοξη, neuter ματαιόδοξο)
Declension
editDeclension of ματαιόδοξος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ματαιόδοξος • | ματαιόδοξη • | ματαιόδοξο • | ματαιόδοξοι • | ματαιόδοξες • | ματαιόδοξα • |
genitive | ματαιόδοξου • | ματαιόδοξης • | ματαιόδοξου • | ματαιόδοξων • | ματαιόδοξων • | ματαιόδοξων • |
accusative | ματαιόδοξο • | ματαιόδοξη • | ματαιόδοξο • | ματαιόδοξους • | ματαιόδοξες • | ματαιόδοξα • |
vocative | ματαιόδοξε • | ματαιόδοξη • | ματαιόδοξο • | ματαιόδοξοι • | ματαιόδοξες • | ματαιόδοξα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ματαιόδοξος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ματαιόδοξος, etc.) |
Derived terms
edit- ματαιοδοξία (mataiodoxía, “vanity, conceit, vainglory”)