Greek

edit

Alternative forms

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek -τητᾰ (-tēta), accusative form of -της (-tēs).

Pronunciation

edit

Suffix

edit

-ότητα (-ótitaf

  1. Added to an adjective or rarely, another noun, to create an abstract noun; -ity, -ty, -ness, -cy, -ion:
    αυστηρός (afstirós, strict) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎αυστηρότητα (afstirótita, strictness)
    βέβαιος (vévaios, sure, certain) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎βεβαιότητα (vevaiótita, certainty)
    εθνικός (ethnikós, national) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎εθνικότητα (ethnikótita, nationality)
    εχθρός (echthrós, enemy) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎εχθρότητα (echthrótita, hostility)
    πιθανός (pithanós, possible) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎πιθανότητα (pithanótita, possibility)
    ποιος (poios, who) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎ποιότητα (poiótita, quality)
    πόσος (pósos, how much) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎ποσότητα (posótita, quantity)
    ορθολογικός (orthologikós, rational) + ‎-ότητα (-ótita) → ‎ορθολογικότητα (orthologikótita, rationality)

Declension

edit

Derived terms

edit