-ότητα
Greek
editAlternative forms
edit- -ύτητα (-ýtita)
Etymology
editFrom Ancient Greek -τητᾰ (-tēta), accusative form of -της (-tēs).
Pronunciation
editSuffix
edit-ότητα • (-ótita) f
- Added to an adjective or rarely, another noun, to create an abstract noun; -ity, -ty, -ness, -cy, -ion:
- αυστηρός (afstirós, “strict”) + -ότητα (-ótita) → αυστηρότητα (afstirótita, “strictness”)
- βέβαιος (vévaios, “sure, certain”) + -ότητα (-ótita) → βεβαιότητα (vevaiótita, “certainty”)
- εθνικός (ethnikós, “national”) + -ότητα (-ótita) → εθνικότητα (ethnikótita, “nationality”)
- εχθρός (echthrós, “enemy”) + -ότητα (-ótita) → εχθρότητα (echthrótita, “hostility”)
- πιθανός (pithanós, “possible”) + -ότητα (-ótita) → πιθανότητα (pithanótita, “possibility”)
- ποιος (poios, “who”) + -ότητα (-ótita) → ποιότητα (poiótita, “quality”)
- πόσος (pósos, “how much”) + -ότητα (-ótita) → ποσότητα (posótita, “quantity”)
- ορθολογικός (orthologikós, “rational”) + -ότητα (-ótita) → ορθολογικότητα (orthologikótita, “rationality”)
Declension
editDeclension of -ότητα