Category:Greek adjectives in declension ος-α-ο
- Adjectives with the inflections produced by
{{el-decl-adj-ος-α-ο}}
ID: ος-α-ο Category | singular | plural | ||||
eg: αρχαίος (paroxytone) | m | f | n | m | f | n |
nominative | ΄ος | ΄α | ΄ο | ΄οι | ΄ες | ΄α |
genitive | ΄ου | ΄ας | ΄ου | ΄ων | ΄ων | ΄ων |
accusative | ΄ο | ΄α | ΄ο | ΄ους | ΄ες | ΄α |
vocative | ΄ε | ΄α | ΄ο | ΄οι | ΄ες | ΄α |
Βικιλεξικό: ωραίος, Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά) |
ID: eg: πλούσιος (proparoxytone) | m | f | n | m | f | n |
nominative | ΄-ος | ΄-α | ΄-ο | ΄-οι | ΄-ες | ΄-α |
genitive | ΄-ου | ΄-ας | ΄-ου | ΄-ων | ΄-ων | ΄-ων |
accusative | ΄-ο | ΄-α | ΄-ο | ΄-ους | ΄-ες | ΄-α |
vocative | ΄-ε | ΄-α | ΄-ο | ΄-οι | ΄-ες | ΄-α |
Βικιλεξικό: θαυμάσιος, Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά) |
References
edit- DSMG Adjectives:§Ε4/Ε6. — ωραίος (oraíos), πλούσιος (ploúsios)
- Holton D, Mackridge P & Philippaki-Warburton I, Greek - A Comprehensive Grammar of the Modern Langage (2004):§3.2. — μέτριος (métrios)
- Stavropoulos DN, Oxford Greek-English Learner's Dictionary (2008):§26Α/26B. — γεναίος (genaíos), πλούσιος (ploúsios)
- Triandaphyllidis MA, trans. Burke JB, Concise Modern greek Grammar (2004):§459. — ωραίος (oraíos), πλούσιος (ploúsios)
- Tsiotsiou-Moore M, A Basic Grammar of Modern Greek (2002):p45. — νέος (néos)
Pages in category "Greek adjectives in declension ος-α-ο"
The following 200 pages are in this category, out of 298 total.
(previous page) (next page)Ή
Ό
Ύ
Α
- αέριος
- αέτειος
- αίθριος
- αίσιος
- αίτιος
- αβυσσαλέος
- αγελαίος
- αγκαθένιος
- αγοραίος
- αγριλίσιος
- αδέξιος
- αδαμαντοφόρος
- αδαμιαίος
- αερόβιος
- αετίσιος
- αζήμιος
- αθώος
- Αθανασάκειος
- αθρόος
- αιώνιος
- αιγαίος
- αιθέριος
- αιμοβόρος
- αισώπειος
- αισθητήριος
- αισχύλειος
- αιφνίδιος
- αιωνόβιος
- ακάτιος
- ακέριος
- ακαριαίος
- ακιδοφόρος
- ακμαίος
- ακούσιος
- ακραίος
- ακρογωνιαίος
- ακροτελεύτιος
- ακταίος
- αλέγρος
- αλατένιος
- αλατούχος
- αλατοφόρος
- αλεπουδίσιος
- αλιτήριος
- αλλέγρος
- αλλότριος
- αλληλέγγυος
- αλληλοκτόνος
- αλογίσιος
- αλουμινένιος
- αμαζόνειος
- αμαζόνιος
- αμβλυγώνιος
- αμελητέος
- αμοιβαίος
- αμφίβιος
- ανάξιος
- ανάριος
- ανέγγυος
- ανήλιος
- ανόμοιος
- ανόσιος
- αναίτιος
- αναγκαίος
- αναδασωτέος
- αναερόβιος
- ανακλητήριος
- ανακρεόντειος
- αναρμόδιος
- ανδρίκειος
- ανδρίκιος
- ανδρείος
- ανεξέταστος
- ανεξεταστέος
- ανεπιτήδειος
- ανθρωποκτόνος
- ανθρωποσωτήριος
- ανισογώνιος
- ανισοπέδωτος
- αντήλιος
- αντιδάνειος
- αντρίκειος
- αντρίκιος
- αντρείος
- ανυπαίτιος
- απόγειος
- απόσκιος
- απαίσιος
- απειροπλάσιος
- απευκταίος
- αποβολιμαίος
- αποδεικτέος
- αποδιοπομπαίος
- αποδοτέος
- απολλώνιος
- απολυμαντήριος
- απολυτήριος
- απορριπτέος
- αποσβεστέος
- αποτέτοιος
- αποφώλιος
- αποχαιρετιστήριος
- αρειμάνιος
- αριστοτέλειος
- αριστοφάνειος
- αρκουδίσιος
- αρμόδιος
- αρνίσιος
- αρχάριος
- αρχαίος
- αρχιλόχειος
- αρχιμήδειος
- ασημένιος
- ασπιδοφόρος
- αστείος
- αστραποβόλος
- ατόφιος
- ατλαζένιος
- ατσάλινος
- ατσαλένιος
- αυγουστίνειος
- αυτεξούσιος
- αυτοσχέδιος
- αφερέγγυος
- αφροδίσιος