αγανός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀγᾰνός (“mild, gentle”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αγανός • (aganós) m (feminine αγανή, neuter αγανό)
Declension
[edit]Declension of αγανός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγανός • | αγανή • | αγανό • | αγανοί • | αγανές • | αγανά • |
genitive | αγανού • | αγανής • | αγανού • | αγανών • | αγανών • | αγανών • |
accusative | αγανό • | αγανή • | αγανό • | αγανούς • | αγανές • | αγανά • |
vocative | αγανέ • | αγανή • | αγανό • | αγανοί • | αγανές • | αγανά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγανός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγανός, etc.) |
Synonyms
[edit]- αραιός (araiós, “sparse”)
- αραιοϋφασμένος (araioÿfasménos, “loosely woven”, participle)
Antonyms
[edit]- κρουστός (kroustós)
- πυκνοϋφασμένος (pyknoÿfasménos, participle)