αλιμάριστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλιμάριστος • (alimáristos) m (feminine αλιμάριστη, neuter αλιμάριστο)
- unsharpened, unfiled, unrasped
- Άφησα τα νύχια μου αλιμάριστα.
- Áfisa ta nýchia mou alimárista.
- I left my nails unfiled.
Declension
[edit]Declension of αλιμάριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλιμάριστοςος • | αλιμάριστοςη • | αλιμάριστοςο • | αλιμάριστοςοι • | αλιμάριστοςες • | αλιμάριστοςα • |
genitive | αλιμάριστοςου • | αλιμάριστοςης • | αλιμάριστοςου • | αλιμάριστοςων • | αλιμάριστοςων • | αλιμάριστοςων • |
accusative | αλιμάριστοςο • | αλιμάριστοςη • | αλιμάριστοςο • | αλιμάριστοςους • | αλιμάριστοςες • | αλιμάριστοςα • |
vocative | αλιμάριστοςε • | αλιμάριστοςη • | αλιμάριστοςο • | αλιμάριστοςοι • | αλιμάριστοςες • | αλιμάριστοςα • |
Related terms
[edit]- λιμάρω (limáro, “to file, to rasp”)