ανόητος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀνόητος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀνόητος (anóētos), from ἀ- (a-) + νοητός (noētós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανόητος • (anóitos) m (feminine ανόητη, neuter ανόητο)
Declension
[edit]Declension of ανόητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανόητος • | ανόητη • | ανόητο • | ανόητοι • | ανόητες • | ανόητα • |
genitive | ανόητου • | ανόητης • | ανόητου • | ανόητων • | ανόητων • | ανόητων • |
accusative | ανόητο • | ανόητη • | ανόητο • | ανόητους • | ανόητες • | ανόητα • |
vocative | ανόητε • | ανόητη • | ανόητο • | ανόητοι • | ανόητες • | ανόητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανόητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανόητος, etc.) |
Synonyms
[edit]- άνους (ánous)
Related terms
[edit]- see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)