δημιούργημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]δημιούργημα • (dimioúrgima) n (plural δημιουργήματα)
- creation (the act of creation or the thing created)
Declension
[edit]Declension of δημιούργημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημιούργημα • | δημιουργήματα • |
genitive | δημιουργήματος • | δημιουργημάτων • |
accusative | δημιούργημα • | δημιουργήματα • |
vocative | δημιούργημα • | δημιουργήματα • |