διερμηνεία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek διερμηνεία (diermēneía), whence Pontic Greek δα̤ρμενεία (därmeneía).
Noun
[edit]διερμηνεία • (diermineía) f (plural διερμηνείες)
- interpretation
- (translation studies) interpretation (the discipline or study of translating spoken language)
- Antonym: μετάφραση (metáfrasi)
Declension
[edit]Declension of διερμηνεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διερμηνεία • | διερμηνείες • |
genitive | διερμηνείας • | διερμηνειών • |
accusative | διερμηνεία • | διερμηνείες • |
vocative | διερμηνεία • | διερμηνείες • |
Coordinate terms
[edit]- see: διερμηνέας (dierminéas, “interpreter”)
Derived terms
[edit]- διαδοχική διερμηνεία (diadochikí diermineía)
- ταυτόχρονη διερμηνεία (taftóchroni diermineía)
Further reading
[edit]- διερμηνεία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language