ενσάρκωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Koine Greek ἐνσάρκω(σις) (ensárkō(sis)) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ενσάρκωση • (ensárkosi) f (plural ενσαρκώσεις)
Declension
[edit]Declension of ενσάρκωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ενσάρκωση • | ενσαρκώσεις • | |
genitive | ενσάρκωσης • | ενσαρκώσεων • | |
accusative | ενσάρκωση • | ενσαρκώσεις • | |
vocative | ενσάρκωση • | ενσαρκώσεις • | |
Older or formal genitive singular: ενσαρκώσεως • |
Related terms
[edit]- ενσαρκώνω (ensarkóno)
- μετενσάρκωση (metensárkosi)
- and see: σάρκα f (sárka, “flesh”)
References
[edit]- ^ ενσάρκωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language