From κουτσο- ( koutso- ) (κουτσός ( koutsós , “ lame, limping ” ) ) + μπολ- ( bol- ) (μπολιάζω ( boliázo , “ to graft onto, inoculate ” ) ) + -εύω ( -évo , “ suffix for verbs ” ) .
Or, from κουτσο- ( koutso- ) + μπολεύω ( bolévo , “ I wonder around ” ) from the Hellenistic ἐμπολεύω ( empoleúō ) from πολέω ( poléō ) / πολῶ ( polô , “ go about ” ) , ἐμπολάω ( empoláō ) .[ 1] [ 2]
IPA (key ) : /ku.tso.boˈle.vo/
Hyphenation: κου‧τσο‧μπο‧λεύ‧ω
κουτσομπολεύω • (koutsompolévo ) (past κουτσομπόλεψα ) & rare passive κουτσομπολεύομαι ( koutsompolévomai )
to gossip , to tittle-tattle , ( to talk about third parties, often negatively )
Όλο το χωριό κουτσομπολεύει τη Μαρία που κλέφτηκε με το Γιάννη. Ólo to chorió koutsompolévei ti María pou kléftike me to Giánni. The whole village is gossipping about Maria who eloped with John.
κουτσομπολεύω κουτσομπολεύομαι (passive is rare)
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κουτσομπολεύω
κουτσομπολέψω
κουτσομπολεύομαι
κουτσομπολευτώ
2 sg
κουτσομπολεύεις
κουτσομπολέψεις
κουτσομπολεύεσαι
κουτσομπολευτείς
3 sg
κουτσομπολεύει
κουτσομπολέψει
κουτσομπολεύεται
κουτσομπολευτεί
1 pl
κουτσομπολεύουμε , [‑ομε ]
κουτσομπολέψουμε , [‑ομε ]
κουτσομπολευόμαστε
κουτσομπολευτούμε
2 pl
κουτσομπολεύετε
κουτσομπολέψετε
κουτσομπολεύεστε , κουτσομπολευόσαστε
κουτσομπολευτείτε
3 pl
κουτσομπολεύουν (ε )
κουτσομπολέψουν (ε )
κουτσομπολεύονται
κουτσομπολευτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κουτσομπόλευα
κουτσομπόλεψα
κουτσομπολευόμουν (α )
κουτσομπολεύτηκα
2 sg
κουτσομπόλευες
κουτσομπόλεψες
κουτσομπολευόσουν (α )
κουτσομπολεύτηκες
3 sg
κουτσομπόλευε
κουτσομπόλεψε
κουτσομπολευόταν (ε )
κουτσομπολεύτηκε
1 pl
κουτσομπολεύαμε
κουτσομπολέψαμε
κουτσομπολευόμασταν , (‑όμαστε )
κουτσομπολευτήκαμε
2 pl
κουτσομπολεύατε
κουτσομπολέψατε
κουτσομπολευόσασταν , (‑όσαστε )
κουτσομπολευτήκατε
3 pl
κουτσομπόλευαν , κουτσομπολεύαν (ε )
κουτσομπόλεψαν , κουτσομπολέψαν (ε )
κουτσομπολεύονταν , (κουτσομπολευόντουσαν )
κουτσομπολεύτηκαν , κουτσομπολευτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κουτσομπολεύω ➤
θα κουτσομπολέψω ➤
θα κουτσομπολεύομαι ➤
θα κουτσομπολευτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κουτσομπολεύεις , …
θα κουτσομπολέψεις , …
θα κουτσομπολεύεσαι , …
θα κουτσομπολευτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κουτσομπολέψει
έχω, έχεις, … κουτσομπολευτεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κουτσομπολέψει
είχα, είχες, … κουτσομπολευτεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … κουτσομπολέψει
θα έχω, θα έχεις, … κουτσομπολευτεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κουτσομπόλευε
κουτσομπόλεψε , κουτσομπόλευ' 1
—
κουτσομπολέψου
2 pl
κουτσομπολεύετε
κουτσομπολέψτε , κουτσομπολεύτε 2
κουτσομπολεύεστε
κουτσομπολευτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κουτσομπολεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κουτσομπολέψει ➤
—
Nonfinite form➤
κουτσομπολέψει
κουτσομπολευτεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. κουτσομπόλευ' τον ("gossip about him!") 2. Colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.