μητρικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]μητρικός • (mitrikós) m (feminine μητρική, neuter μητρικό)
Declension
[edit]Declension of μητρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μητρικός • | μητρική • | μητρικό • | μητρικοί • | μητρικές • | μητρικά • |
genitive | μητρικού • | μητρικής • | μητρικού • | μητρικών • | μητρικών • | μητρικών • |
accusative | μητρικό • | μητρική • | μητρικό • | μητρικούς • | μητρικές • | μητρικά • |
vocative | μητρικέ • | μητρική • | μητρικό • | μητρικοί • | μητρικές • | μητρικά • |
Derived terms
[edit]- μητρική γλώσσα f (mitrikí glóssa, “mother tongue”)
- μητρική κάρτα f (mitrikí kárta, “motherboard”)
Related terms
[edit]- see: μητέρα f (mitéra, “mother”)