ξενύχτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ξενύχτης • (xenýchtis) m (plural ξενύχτηδες, feminine ξενύχτισσα)
Declension
[edit]Declension of ξενύχτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξενύχτης • | ξενύχτηδες • |
genitive | ξενύχτη • | ξενύχτηδων • |
accusative | ξενύχτη • | ξενύχτηδες • |
vocative | ξενύχτη • | ξενύχτηδες • |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- ξενύχτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language