πισωγλέντης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]πίσω (píso, “back”) + γλεντώ (glentó, “revel”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πισωγλέντης • (pisogléntis) m (plural πισωγλέντηδες)
- (colloquial, offensive, derogatory) faggot, queer, fudgepacker (male homosexual, especially one who practices anal sex)
- Αυτός είναι πισωγλέντης, δεν τον ενδιαφέρουν οι γυναίκες.
- Aftós eínai pisogléntis, den ton endiaféroun oi gynaíkes.
- He's a faggot, women don't interest him.
Declension
[edit]Declension of πισωγλέντης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πισωγλέντης • | πισωγλέντηδες • |
genitive | πισωγλέντη • | πισωγλέντηδων • |
accusative | πισωγλέντη • | πισωγλέντηδες • |
vocative | πισωγλέντη • | πισωγλέντηδες • |