προσανατολισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]προσανατολισμός • (prosanatolismós) m (plural προσανατολισμοί)
- orientation
- Antonym: αποπροσανατολισμός (apoprosanatolismós)
Declension
[edit]Declension of προσανατολισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσανατολισμός • | προσανατολισμοί • |
genitive | προσανατολισμού • | προσανατολισμών • |
accusative | προσανατολισμό • | προσανατολισμούς • |
vocative | προσανατολισμέ • | προσανατολισμοί • |
Related terms
[edit]- see: προσανατολίζω (prosanatolízo, “to orientate”)
Further reading
[edit]- προσανατολισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el