Étymologie

modifier
Du grec ancien παράθυρος, paráthuros.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  παράθυρο τα  παράθυρα
Génitif του  παραθύρου των  παραθύρων
Accusatif το  παράθυρο τα  παράθυρα
Vocatif παράθυρο παράθυρα

παράθυρο (paráthiro) \pa.ˈɾa.θi.ɾɔ\ neutre

  1. Fenêtre.