ακοίμητος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ἀκοίμητος, akoimetos (« vigilant, qui ne dort pas »).
Adjectif
[modifier le wikicode]ακοίμητος, akoímitos \Prononciation ?\
- Éveillé, qui ne dort pas.
- το μωρό έμεινε ακοίμητο όλη νύχτα και μας ξαγρύπνησε όλους.
- Vigilant.
- ακοίμητος φρουρός, gardien vigilant.
Synonymes
[modifier le wikicode]- άγρυπνος (« insomniaque, qui ne dort pas »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ακοίμητος)