Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κανέλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το μπαχαρικό. Για το φυτό, δείτε: Κιννάμωμον το γνήσιον. Για το φυτό, δείτε: Κιννάμωμον η Κασσία.
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Κανέλα (αποσαφήνιση).
Μασούρια κανέλας.

Η κανέλα, κανέλλα ή καννέλα, είναι μπαχαρικό που βρίσκεται στο εσωτερικό του φλοιού αρκετών δέντρων από το γένος Κιννάμωμον (Cinnamomum) που χρησιμοποιείται τόσο στη μαγειρική όσο και στη ζαχαροπλαστική. Ενώ το κιννάμωμον το γνήσιον (Cinnamomum verum) θεωρείται μερικές φορές ότι είναι η "αληθινή κανέλα", η περισσότερη κανέλα στο διεθνές εμπόριο προέρχεται από συγγενή είδη, τα οποία αναφέρονται επίσης ως "κασσία" ("cassia") ξεχωρίζοντας έτσι από την "αληθινή κανέλα".[1][2]

Στην Κύπρο αποκαλείται: καπαμάς ή / και καπαμάς βαρωσιώτικος.[3]

Η κανέλα είναι το όνομα για ίσως μια ντουζίνα είδη δέντρων και μπαχαρικών που παράγονται από κάποια από αυτά. Όλα είναι μέλη του γένους Κιννάμωμον (Cinnamomum) της οικογένειας των δαφνοειδών (Lauraceae). Μόνο λίγα από αυτά καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς ως μπαχαρικό.

Η αγγλική λέξη cinnamon που βεβαιώνεται στα αγγλικά από τον 15ο αιώνα, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό «κιννάμωμον» (kinnámōmon (αργότερα kínnamon), μέσω των ενδιάμεσων μορφών των λατινικών και των μεσαιωνικών γαλλικών. Η ελληνική με τη σειρά της το είχε δανειστεί από τη φοινικική γλώσσα, η οποία θα ήταν παρόμοια με τη σχετική στα εβραϊκά qinnamon.[4]

Το όνομα cassia καταγράφηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα γύρω στο 1000 μ.Χ., είχε δανειστεί μέσω της λατινικής και σε τελική ανάλυση προέρχεται από το εβραϊκό q'tsīʿāh, μια μορφή του ρήματος qātsaʿ που σημαίνει "απογυμνώνω τον φλοιό".[5]

Στα πρώιμα νεότερα αγγλικά χρησιμοποιείται επίσης το όνομα canel ή canella, παρόμοιο με τα σημερινά ονόματα της κανέλας σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, τα οποία προέρχονται από τη λατινική λέξη cannella, υποκοριστικό του canna («σωλήνας»), που προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη κάννη, από τον τρόπο που τυλίγεται καθώς στεγνώνει.[6]

Το είδος Cinnamomum verum, από το βιβλίο του Koehler "Φαρμακευτικά-Φυτά" (Medicinal-Plants) (1887).

Στην κλασική εποχή διακρίνονταν (και συχνά συγχέονταν) τέσσερις τύποι κανέλας:

  • Cassia (εβραϊκά קציעה qəṣi`â), ο φλοιός του είδους Κιννάμωμον το αδρανές (Cinnamomum iners) από την Αραβία και την Αιθιοπία, κυριολεκτικά "η φλούδα του φυτού", η οποία αφαιρείται από το δέντρο.[7]
  • Η Cinnamomum verum (εβραϊκά קִנָּמוֹן qinnamon), ο φλοιός του C. verum (ονομάζεται επίσης C. zeylanicum) από τη Σρι Λάνκα.
  • Το Malabathrum ή malobathrum (από τα σανσκριτικά तमालपत्रम्, tamālapattram κυριολεκτικά "φύλλα σκούρου δέντρου"), διάφορα είδη συμπεριλαμβάνουν την C. tamala από τη Βόρεια Ινδία.
  • Serichatum, C. cassia από τις Σέρες (Seres), δηλαδή, την Κίνα.

Η κανέλα είναι γνωστή από τη μακρινή αρχαιότητα. Εισαγόταν από την Αίγυπτο από το 2000 π.Χ., αλλά εκείνοι που αναφέρουν ότι είχε έρθει από την Κίνα τη συγχέουν με την κασσία (cassia).[8] Η κανέλα ήταν τόσο ιδιαίτερα πολύτιμη μεταξύ των αρχαίων λαών που εθεωρείτο ως δώρο κατάλληλο για μονάρχες, ακόμη και για θεούς: μια επιγραφή καταγράφει τη δωρεά της κανέλας και της κασσίας στον ναό του Απόλλωνα στη Μίλητο.[9] Αν και η πηγή της στον κόσμο της Μεσογείου κρατήθηκε μυστική για αιώνες από τους μεσάζοντες που χειρίζονταν το εμπόριο μπαχαρικών, για να προστατέψουν το μονοπώλιό τους οι προμηθευτές, η κανέλα είναι εγχώρια στο Μπανγκλαντές, στη Σρι Λάνκα, στη γειτονική ακτή Μαλαμπάρ της Ινδίας και στη Μιανμάρ.[10]

Η πρώτη ελληνική αναφορά στην κάσια βρίσκεται κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., σε ένα ποίημα της Σαπφούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τόσο η κανέλα όσο και η κασσία φύτρωναν στην Αραβία, μαζί με λιβάνι, το μύρο, και το λάβδανο και φυλάσσονταν από φτερωτά φίδια. Ο μυθολογικός Φοίνικας είχε τη φήμη ότι έχτιζε τη φωλιά του από κανέλα και κασσία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει και άλλους συγγραφείς που πίστευαν ότι η πηγή της κασσίας ήταν η πατρίδα του Διονύσου, που βρισκόταν κάπου ανατολικώς ή νοτίως της Ελλάδος.

Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν την κάσια (kásia) ή το malabathron για να δώσουν γεύση στο κρασί, μαζί με το αψίνθιο (Artemisia absinthium). Ενώ ο Θεόφραστος δίνει μια πολύ καλή περιγραφή των φυτών, περιγράφει μια περίεργη μέθοδο για τη συγκομιδή: σκουλήκια ροκανίζουν το ξύλο και αφήνουν τον φλοιό.

Οι αιγυπτιακές συνταγές για το kyphi, ένα αρωματικό που χρησιμοποιείται για την καύση, περιλαμβάνει την κανέλα και την κάσια από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά. Τα δώρα των ελληνιστικών ηγεμόνων στους ναούς μερικές φορές περιελάμβαναν κάσια και κανέλα καθώς και λιβάνι, μύρο και Ινδικό θυμίαμα (kostos), έτσι θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι οι Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν για παρόμοιους σκοπούς.

Η Εβραϊκή Βίβλος κάνει ειδική μνεία του μπαχαρικού πολλές φορές: την πρώτη όταν ο Μωυσής έχει εντολή να χρησιμοποιήσει τόσο τη γλυκιά κανέλα (εβραϊκά: קִנָּמוֹן, qinnāmôn) και την κάσια στο άγιο λάδι του χρίσματος,[11] στο Βιβλίο των Παροιμιών, όπου το κρεβάτι του εραστή είναι αρωματισμένο με μύρο, αλόη και κανέλα,[12] και στο Άσμα Ασμάτων, ένα τραγούδι που περιγράφει την ομορφιά της αγαπημένης του κανέλας που αρωματίζει τα ρούχα της, όπως "η μυρωδιά του Λιβάνου".[13] Η κασσία ήταν επίσης μέρος της ketoret, το αγιασμένο θυμίαμα που περιγράφεται στην Εβραϊκή Βίβλο και το Ταλμούδ. Προσφερόταν στον ειδικό βωμό θυμιαμάτων την εποχή που η στον χρόνο, όταν η Σκηνή του Μαρτυρίου βρισκόταν στον Ναό του Σολομώντα και τον Δεύτερο Ναό της Ιερουσαλήμ. Η ketoret ήταν ένα σημαντικό συστατικό των υπηρεσιών του Ναού στην Ιερουσαλήμ. Ο Ψαλμός 45:8 αναφέρει ότι τα ρούχα του βασιλιά (ή των μελετητών του Τορά) μύριζαν μύρο, αλόη και κασσία[14].

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος[15] δίνει έναν απολογισμό του πρόωρου εμπορίου μπαχαρικών από την Ερυθρά Θάλασσα, τα οποία κοστίζουν στη Ρώμη κάθε χρόνο, 100 εκατομμύρια σηστερτίους (sestertius). Η κανέλα ταξίδεψε γύρω από την Αραβική χερσόνησο "σε σχεδίες, χωρίς πηδάλια ή πανιά ή κουπιά", με τη βοήθεια των χειμερινών ανέμων του εμπορίου.[16] Ο Πλίνιος αναφέρει επίσης την κασσία ως αρωματική ουσία για το κρασί.[17]

Σύμφωνα με τον Πλίνιο, μια ρωμαϊκή λίβρα (327 γραμμάρια) από κασσία, κανέλα ή serichatum κόστιζε έως 300 δηνάρια (denarii), τον μισθό δέκα μηνών εργασίας. Το Διάταγμα του Διοκλητιανού σχετικά με τις ανώτατες τιμές[18] από το 301 μ.Χ. δίνει την τιμή των 125 δηναρίων για μια λίβρα κάσια, ενώ ένας γεωργικός εργάτης κέρδιζε 25 δηνάρια την ημέρα. Η κανέλα ήταν πάρα πολύ ακριβή ώστε να χρησιμοποιηθεί ευρέως στις νεκρικές πυρές στη Ρώμη, αλλά ο αυτοκράτορας Νέρων λέγεται ότι έκαψε το 65 μ.Χ. στην κηδεία της συζύγου του, Ποππαίας Σαβίνας, την αξία του εφοδιασμού της πόλης, ενός έτους.[19]

Τα φύλλα malabathrum (folia) χρησιμοποιούντο στο μαγείρεμα και για την απόσταξη ενός ελαίου που χρησιμοποιείτο σε μια σάλτσα σπόρων κύμινου για τα στρείδια από τον Ρωμαίο γευσιγνώστη Gaius Gavius (Apicius).[20] Το malabathrum είναι από τα μπαχαρικά που, σύμφωνα με τον Απίκιο, θα πρέπει να έχει, κάθε καλή κουζίνα.

Η διάσημη αλοιφή Commagenum που παράγεται στην Κομμαγηνή, στη σημερινή ανατολική Τουρκία, γινόταν από λίπος χήνας αρωματισμένο με λάδι κανέλας και νάρδο. Το malobathrum από την Αίγυπτο[21] βασιζόταν στο βοδινό λίπος και επίσης περιείχε κανέλα, μια λίβρα κόστιζε 300 δηνάρια. Ο Ρωμαίος ποιητής Μαρτιάλης[22] κορόιδευε τους Ρωμαίους οι οποίοι στάζουν αλοιφές, με τη μυρωδιά της κασσίας και της κανέλας που ελήφθησαν από τη φωλιά ενός πουλιού και να κοιτούν χαμηλά έναν άνθρωπο που δεν μυρίζει καθόλου.

Μέσα από τον Μεσαίωνα, η πηγή της κανέλας ήταν ένα μυστήριο για τον Δυτικό κόσμο. Από την ανάγνωση των Λατίνων συγγραφέων που ανέφεραν τον Ηρόδοτο, οι Ευρωπαίοι είχαν μάθει ότι η κανέλα ήρθε από την Ερυθρά Θάλασσα στα εμπορικά λιμάνια της Αιγύπτου, αλλά από πού προερχόταν, ήταν λιγότερο από σαφές. Όταν ο Σιόρ ντε Ζουανβίλ συνόδευε τον βασιλιά του στην Αίγυπτο, στη σταυροφορία του 1248, ανέφερε (και πίστευε ό,τι του είχαν πει) ότι η κανέλα αλιευόταν με τα δίχτυα, στην πηγή του Νείλου, έξω, στην άκρη του κόσμου (δηλαδή στην Αιθιοπία). Ο Μάρκο Πόλο απέφευγε την ακριβολογία σχετικά με το θέμα.[23] Ο Ηρόδοτος και άλλοι συγγραφείς κατονόμαζαν την Αραβία ως την πηγή της κανέλας: αφηγούντο ότι γιγαντιαία πουλιά κανέλας, συνέλεγαν την κανέλα από μια άγνωστη γη, όπου μεγάλωναν τα δέντρα κανέλας και τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή των φωλιών τους και ότι οι Άραβες χρησιμοποιούσαν κάποιο τέχνασμα προκειμένου να αποκτήσουν τα ξυλάκια. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος έγραφε τον πρώτο αιώνα πως οι έμποροι το είχαν επινοήσει αυτό, προκειμένου να χρεώνουν περισσότερο, αλλά η ιστορία παρέμεινε εν ισχύει στο Βυζάντιο, έως το 1310.

Η πρώτη αναφορά ότι ο μπαχαρικό φύτρωνε στη Σρι Λάνκα ήταν περίπου το 1270, στο βιβλίο του Zakariya al-Qazwini "Athar al-bilad wa-akhbar al-‘ibad" ("Μνημείο των Περιοχών και της Ιστορίας των Εγγυητών του Θεού").[24] Αυτό ακολουθήθηκε αμέσως μετά, περίπου το 1292 σε μια επιστολή, του Ιωάννη τουΜοντεκορβίνο.[25]

Οι Ινδονησιακές σχεδίες μετέφεραν την κανέλα απευθείας από τις νήσους Μολούκες στην Ανατολική Αφρική (βλέπε επίσης Rhapta), όπου στη συνέχεια τοπικοί έμποροι τη μετέφεραν βόρεια[26][27][28] στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οι Ενετοί έμποροι από την Ιταλία κατείχαν το μονοπώλιο του εμπορίου μπαχαρικών στην Ευρώπη, διανέμοντας την κανέλα από την Αλεξάνδρεια. Η διατάραξη αυτού του εμπορίου, με την άνοδο των Μεσογειακών δυνάμεων, όπως του Σουλτανάτου των Μαμελούκων (Κάιρο) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν ένας από τους πολλούς παράγοντες που οδήγησε τους Ευρωπαίους να αναζητήσουν ευρύτερα για άλλες διαδρομές προς την Ασία.

Όταν οι Πορτογάλοι έμποροι αποβιβάστηκαν στην Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα), αναδιάρθρωσαν την παραδοσιακή παραγωγή και τη διαχείριση της κανέλας από Σινχαλέζους. Το 1518 εγκατέστησαν στο νησί ένα φρούριο και προστάτευαν για πάνω από εκατό χρόνια την Κεϋλάνη και το μονοπώλιο τους της κανέλας. Αργότερα, οι Σινχαλέζοι κατείχαν το μονοπώλιο κανέλας στην Κεϋλάνη.

Οι Ολλανδοί έμποροι, τελικά εκτόπισαν τους Πορτογάλους, συμμαχώντας με το Βασίλειο του Κάντυ (Kingdom of Kandy), στην ενδοχώρα. Το 1638, εγκατέστησαν μια θέση εμπορικών συναλλαγών, από το 1640, πήραν τον έλεγχο των βιοτεχνιών και από το 1658 απελάθηκαν οι υπόλοιποι Πορτογάλοι. "Οι ακτές του νησιού είναι γεμάτες από αυτό" ανέφερε ένας Ολλανδός καπετάνιος, "και αυτό είναι το καλύτερο σε όλη την Ανατολή. Όταν κάποιος βρίσκεται στο υπήνεμο του νησιού, μπορεί να μυρίζει την κανέλα, ακόμα και οκτώ λεύγες, έξω στη θάλασσα".[29]:15 Η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Dutch East India Company) συνέχισε να εξετάζει λεπτομερώς τις μεθόδους της συγκομιδής στην άγρια φύση και τελικά άρχισαν να καλλιεργούν τα δικά τους δέντρα.

Το 1767, ο Λόρδος Μπράουν (Lord Brown) της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών ίδρυσε την Anjarakkandy Cinnamon Estate πλησίον του Αντζαρακάντι στην Κανανόρ (τώρα Κανούρ) συνοικία της Κεράλα και αυτό το κτήμα έγινε το μεγαλύτερο κτήμα κανέλας στην Ασία. Το 1796, οι Βρετανοί πήραν από τους Ολλανδούς, τον έλεγχο της Κεϋλάνης. Ωστόσο, η σημασία του μονοπωλίου της Κεϋλάνης είχε ήδη φθίνουσα πορεία, καθώς εξαπλώθηκε σε άλλες περιοχές, η καλλιέργεια της δέντρου κανέλας, ο κοινός φλοιός της κασσίας έγινε πιο αποδεκτός από τους καταναλωτές και ο καφές, το τσάι, η ζάχαρη και η σοκολάτα άρχισαν να ξεπερνούν τη δημοτικότητα των παραδοσιακών μπαχαρικών.

Φύλλα από άγριο δέντρο κανέλας.

Η παγκόσμια ετήσια παραγωγή της κανέλας και κασσίας ανέρχεται στους 27.500-35.000 τόνους. Το Cinnamomum verum αριθμεί 7.500-10.000 τόνους της παραγωγής, με το υπόλοιπο να παράγεται από άλλα είδη.[1] Η Σρι Λάνκα παράγει το 80-90% της παγκόσμιας προσφοράς της C. verum, αλλά αυτό είναι το μόνο είδος που καλλιεργούνται εκεί, η C. verum επίσης καλλιεργείται σε εμπορική κλίμακα, στις Σεϋχέλλες και στη Μαδαγασκάρη.[1] Η παγκόσμια παραγωγή των άλλων ειδών κυμαίνεται στους 20.000-25.000 τόνους, εκ των οποίων η Ινδονησία παράγει περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου, με σημαντική παραγωγή στην Κίνα. Η Ινδία και το Βιετνάμ είναι ακόμα παραγωγοί ήσσονος σημασίας.[1]

Η κανέλα καλλιεργείται με την ανάπτυξη του δέντρου για δύο χρόνια, στη συνέχεια, η πρεμνοφυής διαχείριση που επικρατεί είναι, δηλαδή, να κόβονται τα κοτσάνια στο επίπεδο του εδάφους. Το επόμενο έτος, νέοι βλαστοί περίπου μια δωδεκάδα θα σχηματιστούν από τις ρίζες, σε αντικατάσταση εκείνων που κόπηκαν. Ένας αριθμός των παρασίτων όπως Colletotrichum gloeosporioides, Diplodia spp. και Phytophthora cinnamomi μπορούν να επηρεάσουν, ώστε μερικές φορές τα αναπτυσσόμενα φυτά, να οδηγηθούν στον θάνατο.[30]

Τα στελέχη πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία αμέσως μετά τη συγκομιδή, ενώ ο εσωτερικός φλοιός είναι ακόμα υγρός. Τα κομμένα κοτσάνια επεξεργάζονται με την απόξεση του εξωτερικού φλοιού, τότε χτυπώντας με ένα σφυρί το κλαδί ομοιόμορφα, για να χαλαρώσει ο εσωτερικός φλοιός, ο οποίος στη συνέχεια αποκολλάται σε μακρύς κυλίνδρους. Μόνο το 0,5 χιλιοστά (0,02 ίντσες) του εσωτερικού φλοιού χρησιμοποιείται, το εξωτερικό ξυλώδες τμήμα του απορρίπτεται, αφήνοντας λωρίδες κανέλας μήκους ενός μέτρου που κατσαρώνουν κατά την ξήρανση σε κυλίνδρους ("μασούρια"). Ο επεξεργασμένος φλοιός θα στεγνώσει εντελώς σε τέσσερις έως έξι ώρες, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σε καλά αεριζόμενο χώρο και σε σχετικά ζεστό περιβάλλον. Μόλις στεγνώσει, ο φλοιός κόβεται σε τεμάχια μήκους των 5 έως 10 εκατοστών (2 έως 4 ίντσες) προς πώληση. Ένα περιβάλλον ξήρανσης λιγότερο του ιδανικού, ενθαρρύνει την εξάπλωση των παρασίτων στον φλοιό, οι οποίοι μπορεί να απαιτήσουν θεραπεία με υποκαπνισμό. Ο φλοιός που έχει υποστεί υποκαπνισμό δεν θεωρείται ότι είναι της ίδιας υψηλής ποιότητας, όπως ο ανεπεξέργαστος φλοιός.

Η κανέλα της Σρι Λάνκα (Cinnamomum verum) έχει ένα πολύ λεπτό, λείο φλοιό με ένα ελαφρύ-κιτρινωπό καφέ χρώμα και μια ιδιαίτερα αρωματική οσμή. Τα τελευταία χρόνια, οι μηχανικές συσκευές στη Σρι Λάνκα, έχουν αναπτυχθεί για να εξασφαλίσουν την ποιότητα και την ασφάλεια των εργαζομένων και την υγιεινή, ακολουθώντας μεγάλη έρευνα από τα πανεπιστήμια αυτής της χώρας, υπό την ηγεσία του University of Ruhuna.

Το σύστημα ταξινόμησης στη Σρι Λάνκα, διαιρεί τα μασούρια κανέλας σε τέσσερις ομάδες:

  • Άλμπα (Alba), με διάμετρο μικρότερη από 6 χιλιοστά (0,24 ίντσες)
  • Κοντινένταλ (Continental), με διάμετρο μικρότερη από 16 χιλιοστά (0,63 ίντσες)
  • Μέξικαν (Mexican), με διάμετρο μικρότερη από 19 χιλιοστά (0,75 ίντσες)
  • Χάμπουργκ (Hamburg), με διάμετρο μικρότερη από 32 χιλιοστά (1,3 ίντσες)

Αυτές οι ομάδες χωρίζονται περαιτέρω σε συγκεκριμένες βαθμίδες. Για παράδειγμα, η Μέξικαν διαιρείται σε M00 000 ειδικών, M000000 και M0000, ανάλογα με διάμετρο των μασουριών και τον αριθμό των μασουριών ανά χιλιόγραμμο.

Τυχόν κομμάτια του φλοιού, μήκους κάτω από 106 χιλιοστά (4,2 ίντσες) κατηγοριοποιούνται ως μασούρια. Τα φτεροδαχτυλίδια είναι ο εσωτερικός φλοιός από τα κλαδιά και τους στριμμένους βλαστούς. Τα τσιπς είναι τα τρίμματα από τα μασούρια του εξωτερικού και του εσωτερικού φλοιού που δεν μπορούν να διαχωριστούν ή του φλοιού από τα μικρά κλαδιά.

Μασούρια κανέλας Κεϋλάνης (Cinnamomum verum) αριστερά και κανέλας Ινδονησίας (Cinnamomum burmannii) δεξιά.

Ένας αριθμός ειδών συχνά πωλούνται ως κανέλα:[31]

  • (Cinnamomum cassia) (Κασσία (cassia) ή κινεζική κανέλα, ο πιο κοινός τύπος)
  • (Cinnamomum burmannii) (Korintje, κασσία του Παντάνγκ (Padang cassia) ή κανέλα Ινδονησίας)
  • (Cinnamomum loureiroi) (Κανέλα της Σαϊγκόν (Saigon cinnamon), κασσία του Βιετνάμ (Vietnamese cassia) ή κανέλα του Βιετνάμ (Vietnamese cinnamon))
  • (Cinnamomum verum) (Κανέλα Σρι Λάνκα (Sri Lanka cinnamon) ή κανέλα Κεϋλάνης (Ceylon cinnamon))
Εκτός από τη χρήση ως αρωματική ουσία και μπαχαρικό σε τρόφιμα, τσάι αρωματισμένο με κανέλα, αρωματισμένο με κάρδαμο, καταναλώνεται ως ένα ζεστό ρόφημα στο Μπανγκλαντές, την Ινδία και το Πακιστάν.

Η κασσία είναι η ισχυρή πικάντικη γεύση που σχετίζεται με τα κουλούρια κανέλας και άλλα τέτοια ψημένα αγαθά, καθώς χειρίζεται καλά τις συνθήκες ψησίματος. Η Κινέζικη κανέλα είναι γενικά μέτρια έως ανοιχτό κοκκινωπό καφέ, με σκληρή και ξυλώδη υφή και παχύτερη (2-3 χιλιοστά (0,079 έως 0,118 ίντσες) πάχους), καθώς χρησιμοποιούνται όλα τα στρώματα του φλοιού. Η κανέλα Κεϋλάνης, χρησιμοποιώντας μόνο το λεπτό εσωτερικό φλοιό, έχει πιο ανοιχτό καφέ χρώμα, είναι λεπτότερη, λιγότερο πυκνή, με πιο λεπτεπίλεπτη υφή και θεωρείται ότι είναι με λεπτότερους τόνους και με πιο αρωματική γεύση από την κασσία, χάνοντας μεγάλο μέρος της γεύσης της κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος.

Τα επίπεδα του παράγοντα αραίωσης αίματος (κουμαρίνης) στην κανέλα Κεϋλάνης, είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά της κασσίας.[32][33] Οι φλοιοί, όταν είναι ολόκληροι, διακρίνονται εύκολα και τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά τους είναι επίσης αρκετά ξεχωριστά. Τα μασούρια της κανέλας Κεϋλάνης έχουν πολλές λεπτές στρώσεις και μπορούν εύκολα να γίνουν σκόνη, χρησιμοποιώντας ένα μύλο του καφέ ή μπαχαρικών, ενώ τα μασούρια της κασσίας είναι πολύ πιο σκληρά. Η κανέλα της Ινδονησίας συχνά πωλείται σε τακτοποιημένα μασούρια που αποτελείται από ένα παχύ στρώμα, ικανό να καταστρέψει ένα μύλο μπαχαρικών ή του καφέ. Η κανέλα της Σαϊγκόν (C. loureiroi) και η Κινέζικη κανέλα (C. cassia) πάντα πωλούνται σε σπασμένα κομμάτια του παχύ φλοιού, καθώς ο φλοιός δεν είναι αρκετά εύπλαστος ώστε να τυλιχθεί σε μασούρια. Ο κονιορτοποιημένος φλοιός είναι δυσκολότερο να ξεχωρίσει, αλλά αν αντιμετωπιστεί με βάμμα ιωδίου (ένα τεστ για το άμυλο),[34]) μικρά αποτελέσματα είναι ορατά στην καθαρή κανέλα Κεϋλάνης, αλλά όταν εφαρμοστεί στην κινεζική κανέλα, παράγεται μια βαθύ μπλε απόχρωση.[35][36]

Αιθέριο έλαιο φλοιού Cinnamomum verum.

Η γεύση της κανέλας οφείλεται σε ένα αρωματικό αιθέριο έλαιο που είναι από 0,5 έως 1% της σύνθεσής του. Το αιθέριο έλαιο παρασκευάζεται με το πρόχειρο χτύπημα του φλοιού, διαβρέχοντάς τον στο θαλασσινό νερό και στη συνέχεια, αποστάζοντάς τον ολόκληρο, γρήγορα. Έχει ένα χρυσοκίτρινο χρώμα, με τη χαρακτηριστική μυρωδιά της κανέλας και μια πολύ ζεστή αρωματική γεύση. Η πικάντικη γεύση και το άρωμα προέρχονται από τα κινναμωμικά αλδεΰδη (cinnamic aldehyde) ή κινναμαλδεΰδη (cinnamaldehyde) (περίπου το 90% του αιθέριου ελαίου από τον φλοιό) και σε αντίδραση με το οξυγόνο όσο ωριμάζει, σκουραίνει στο χρώμα και σχηματίζει ρητινώδεις ενώσεις. Άλλα χημικά συστατικά του αιθέριου ελαίου περιλαμβάνουν κινναμωμικό αιθυλεστέρα (ethyl cinnamate), ευγενόλη (eugenol)( η οποία βρίσκεται κυρίως στα φύλλα), β-καρυοφυλλένιο (beta-caryophyllene), λιναλοόλη (linalool) και μεθυλοκαβικόλη (methyl chavicol).

Φλοιός κανέλας.

Ο φλοιός της κανέλας χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μαγειρική ως καρύκευμα και αρωματικό υλικό. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή της σοκολάτας, ιδιαίτερα στο Μεξικό, ο οποίος είναι ο κύριος εισαγωγέας της κανέλας.[37] Χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές συνταγές ζαχαροπλαστικής, όπως μηλόπιτες, λουκουμάδες και κουλούρια κανέλας, καθώς και πικάντικες καραμέλες, καφέ, τσάι, ζεστή σοκολάτα και λικέρ. Στη Μέση Ανατολή, η κανέλα χρησιμοποιείται συχνά σε αλμυρά πιάτα με κοτόπουλο και αρνί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κανέλα και η ζάχαρη, χρησιμοποιούνται συχνά για να αρωματίσουν δημητριακά, πιάτα που βασίζονται στο ψωμί, όπως φρυγανιές και φρούτα, ειδικότερα μήλα, ακόμη, πωλείται ξεχωριστά ένα μείγμα κανέλας-ζάχαρης, για τέτοιους σκοπούς. Χρησιμοποιείται επίσης στην Τουρκική κουζίνα τόσο στη μαγειρική όσο και στη ζαχαροπλαστική. Η κανέλα μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε τουρσί. Κανέλα σε μορφή σκόνης ήταν εδώ και καιρό ένα σημαντικό μπαχαρικό στην Περσική κουζίνα, που χρησιμοποιούνται σε μια ποικιλία από παχιές σούπες, ποτά και γλυκά.[38]:10-12 Η κανέλα μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως συστατικό του μπαχαράτ.

Χρήση του ως γευστικού αλκοόλ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κανέλα είναι ένα δημοφιλές άρτυμα σε πολλά αλκοολούχα ποτά.[39]

Τα σκευάσματα κανέλας με μπράντυ, που ονομάζονται "Λικέρ κανέλας" και που γίνονται από αποσταγμένο αλκοόλ, είναι δημοφιλή σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας. Στην Ευρώπη, δημοφιλή παραδείγματα τέτοιων ποτών είναι τα Maiwein (λευκό κρασί με woodruff) και ζουμπρόφκα (βότκα αρωματισμένη με χορτάρι βίσωνα).

Παραδοσιακή ιατρική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κανέλα έχει μια μακρά ιστορία χρήσης στην παραδοσιακή ιατρική, αλλά δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι είναι χρήσιμη για τη θεραπεία οποιασδήποτε ιατρικής πάθησης.[40]

Διατροφικές πληροφορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αφέψημα κανέλας.
Αφορά την τριμμένη κανέλα.
Διατροφική αξία
10 g (περίπ. 2,1 κουτ. του γλ.)
Ενέργεια
(Energy)
103,4 kJ
Θερμίδες
(Calories)
24,7 kcal
Υδατάνθρακες
(Carbohydrates)
8,06 g
Σάκχαρα
(Sugars)
0,2 g
Ίνες
(Fibres)
5,31 g
Λιπαρά
(Fat)
0,12 g
Πρωτεΐνες
(Proteins)
0,4 g
Μονάδες μέτρησης

μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή:[41]

Το 2008 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (European Food Safety Authority) θεώρησε σχετικά με την τοξικότητα της κουμαρίνης, η οποία είναι ένα γνωστό σημαντικό συστατικό της κανέλας, ότι σε υψηλές συγκεντρώσεις, προκαλεί καρκίνο του ήπατος και βλάβη των νεφρών και είναι ένα σημαντικό συστατικό της κανέλας και της μεταβολικής επίδρασης στους ανθρώπους με το CYP2A6 πολυμορφισμό (polymorphism) και επιβεβαίωσε τη μέγιστη συνιστώμενη Ανεκτή Ημερήσια Πρόσληψη (TDI) του 0,1 mg κουμαρίνης ανά kg σωματικού βάρους.[42][43] Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε μια κατευθυντήρια γραμμή για τη μέγιστη περιεκτικότητα κουμαρίνης στα τρόφιμα των 50 mg ανά κιλό ζύμης στα εποχιακά τρόφιμα και 15 mg ανά κιλό στα καθημερινά ψημένα τρόφιμα.[44]

Καλλιέργεια και παραγωγή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παράγεται από διάφορα είδη φυτών του γένους Κιννάμωμον[45]:

Από το είδος Κιννάμωμον το γνήσιον προέρχονται ποικιλίες με διαφορετική γεύση:

  • Tύπου 1, στη σιναλεζική: Pani Kurundu (පැණි කුරුඳු), Pat Kurundu (පත් කුරුඳු) ή Mapat Kurundu (මාපත් කුරුඳු)
  • Tύπου 2, στη σιναλεζική: Naga Kurundu (නාග කුරුඳු)
  • Tύπου 3, στη σιναλεζική: Pani Miris Kurundu (පැණි මිරිස් කුරුඳු)
  • Tύπου 4, στη σιναλεζική: Weli Kurundu (වැලි කුරුඳු)
  • Tύπου 5, στη σιναλεζική: Sewala Kurundu (සෙවල කුරුඳු)
  • Tύπου 6, στη σιναλεζική: Kahata Kurundu (කහට කුරුඳු)
  • Tύπου 7, στη σιναλεζική: Pieris Kurundu (පීරිස් කුරුඳු)

Μαγειρική και ζαχαροπλαστική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κανέλα χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή κουζίνα πολλών πολιτισμών. Συμπεριλαμβάνεται ως κύριο συστατικό σε συνταγές για:

Θεραπευτικές ιδιότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρκετές από τις αναφερόμενες φαρμακευτικές ιδιότητες της κανέλας έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά και οφείλονται στα αιθέρια έλαια που περιέχει ο φλοιός του φυτού. Οι βασικές δραστικές ουσίες αυτών των ελαίων είναι η κινναμαλδεΰδη, η κινναμωμική αλκοόλη και αρωματικές ουσίες.

Θεραπευτικές ιδιότητες
αντιμικροβιακή δράση αντιεπιληπτική δράση
διουρητική δράση εφιδρωτική δράση
προστατεύει από το έλκος βοηθάει στη χώνεψη

Η κανέλα είναι συχνό συστατικό σε συνταγές φαρμάκων της Παραδοσιακής Κινεζικής Ιατρικής.[46]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Iqbal, Mohammed (1993). «International trade in non-wood forest products: An overview». FO: Misc/93/11 - Working Paper. Food and Agriculture Organization of the United Nations. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2012. 
  2. "Cassia, also known as cinnamon or Chinese cinnamon is a tree that has bark similar to that of cinnamon but with a rather pungent odour," remarks Maguelonne Toussant-Samat, Anthea Bell, tr. The History of Food, revised ed. 2009, p.437.
  3. TheFoodies (1 Δεκεμβρίου 2020). «Κύπρος». TheFoodies (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Φεβρουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2024. 
  4. «cinnamon». Oxford English Dictionary (2nd έκδοση). Oxford University Press. 1989. ; επίσης Harper, Douglas. «cinnamon». Online Etymology Dictionary. .
  5. «cassia». Oxford English Dictionary (2nd έκδοση). Oxford University Press. 1989. ; επίσης Harper, Douglas. «cassia». Online Etymology Dictionary. .
  6. «canella; canel». Oxford English Dictionary (2nd έκδοση). Oxford University Press. 1989. .
  7. Klein, Ernest, A Comprehensive Etymological Dictionary of the Hebrew Language for Readers of English, University of Haifa, Carta, Jerusalem, p.589
  8. "The Indians obtained cassia from China" (Toussaint-Samat 2009, p. 437).
  9. Toussaint-Samat 2009, p. 437
  10. «Cinnamon». Encyclopaedia Britannica. 2008. ISBN 1-59339-292-3. (species Cinnamomum zeylanicum), bushy evergreen tree of the laurel family (Lauraceae) native to Bangladesh, Sri Lanka (Ceylon), the neighboring Malabar Coast of India, and Myanmar (Burma), and also cultivated in South America and the West Indies for the spice consisting of its dried inner bark. 
  11. Exodus 30:22-25
  12. Proverbs 7:17
  13. Song of Solomon 4:11-14
  14. «Ψαλμοί του Δαυίδ/ΜΔ - Βικιθήκη». el.wikisource.org. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2024. 
  15. «Pliny the Elder, The Natural History, BOOK XII. THE NATURAL HISTORY OF TREES, CHAP. 63.—CINNAMON OR COMACUM». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2024. 
  16. Pliny the Elder; Bostock, J.; Riley, H.T. (1855). «42, Cinnamomum. Xylocinnamum». Natural History of Pliny, book XII, The Natural History of Trees. 3. London: Henry G. Bohn. σελίδες 137–140. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  17. «Pliny the Elder, The Natural History, BOOK XIV. THE NATURAL HISTORY OF THE FRUIT TREES». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2024. 
  18. ER Graser. A text and translation of the Edict of Diocletian, in An Economic Survey of Ancient Rome Volume V: Rome and Italy of the Empire. Johns Hopkins Press 1940 ISBN 978-0374928483
  19. Toussaint-Samat 2009, p. 437f.
  20. De re coquinaria, I, 29, 30; IX, 7
  21. Διοσκουρίδης Ι, 63
  22. «Martial, Epigrammata, book 6, LV». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2024. 
  23. Toussaint-Samat 2009, p. 438 discusses cinnamon's hidden origins and Joinville's report.
  24. Tennent, Sir James Emerson. «Account of the Island of Ceylon». Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2014. 
  25. Yule, Col. Henry. «Cathay and the Way Thither». Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2008. 
  26. «The life of spice; cloves, nutmeg, pepper, cinnamon | UNESCO Courier | Find Articles at BNET». Findarticles.com. 1984. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-03-07. https://web.archive.org/web/20120307094932/http://findarticles.com/p/articles/mi_m1310/is_1984_June/ai_3289703/. Ανακτήθηκε στις August 18, 2010. 
  27. Independent Online. «News - Discovery: Sailing the Cinnamon Route (Page 1 of 2)». Iol.co.za. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2010. 
  28. Gray, E. W.; Miller, J. I. (1970). «The Spice Trade of the Roman Empire 29 B.C.-A.D. 641». The Journal of Roman Studies 60: 222–224. doi:10.2307/299440. 
  29. Braudel, Fernand (1984). The Perspective of the World. 3. University of California Press. σελ. 699. ISBN 0-520-08116-1. 
  30. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2015. 
  31. Culinary Herbs and Spices Αρχειοθετήθηκε 2010-11-16 στο Wayback Machine., The Seasoning and Spice Association. Retrieved August 3, 2010.
  32. «High daily intakes of cinnamon: Health risk cannot be ruled out. BfR Health Assessment No. 044/2006, 18 August 2006» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2015. 
  33. «Espoo daycare centre bans cinnamon as "moderately toxic to liver"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2010. 
  34. http://www.webexhibits.org/causesofcolor/6AC.html
  35. «Iodine test for cassia». 
  36. Pereira, Jonathan (1854). The Elements of materia medica and therapeutics. 2. σελ. 390. 
  37. «Trade and Sustainable Forest Management -Impacts and Interactions». Fao.org. 26 Σεπτεμβρίου 2003. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2010. 
  38. Fred Czarra. Spices: A Global History. Reaktion Books (May 1, 2009) ISBN 978-1861894267
  39. Haley Willard for The Daily Meal. December 16, 2013 11 Cinnamon-Flavored Liquors for the Holidays
  40. National Center for Complementary and Alternative Medicine (NCCAM). Created: October 2011. Updated: April 2012 Herbs at a Glance: Cinnamon NCCAM Publication No.: 463
  41. «USDA nutritional information for ground cinnamon». United States Department of Agriculture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2014. 
  42. Harris, Emily. German Christmas Cookies Pose Health Danger. National Public Radio. http://www.npr.org/templates/story/story.php?storyId=6672644. Ανακτήθηκε στις May 1, 2007 

  43. Guardian newspaper:Cinnamon sparks spicy debate between Danish bakers and food authorities, 20 December 2013
  44. Culinary Herbs and Spices Αρχειοθετήθηκε 2010-11-16 στο Wayback Machine., The Seasoning and Spice Association. Retrieved 2010-08-03.
  45. Michael T. Murray, Joseph Pizzorno, Lara Pizzorno (2006). The Condensed Encyclopedia of Healing Foods. Simon and Schuster. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Charles Corn. The Scents of Eden: A History of the Spice Trade. Kodansha New York. 1999 ISBN 1-56836-249-8
  • Wijesekera R Ο B, Ponnuchamy S, Jayewardene A L, "Cinnamon" (1975) monograph published by CISIR, Colombo, Sri Lanka

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]