ανεπίσημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεπίσημα < ανεπίσημος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανεπίσημα

  • του έκανε την παρατήρηση ανεπίσημα γιατί αν του έκανε αναφορά στο υπουργείο, ίσως και να απολυόταν αμέσως
  • η συζήτηση έγινε ανεπίσημα σε επίπεδο προξένων, χωρίς όμως να κρατηθούν πρακτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ανεπίσημα