ανεπίσημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίσημος η ανεπίσημη το ανεπίσημο
      γενική του ανεπίσημου της ανεπίσημης του ανεπίσημου
    αιτιατική τον ανεπίσημο την ανεπίσημη το ανεπίσημο
     κλητική ανεπίσημε ανεπίσημη ανεπίσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίσημοι οι ανεπίσημες τα ανεπίσημα
      γενική των ανεπίσημων των ανεπίσημων των ανεπίσημων
    αιτιατική τους ανεπίσημους τις ανεπίσημες τα ανεπίσημα
     κλητική ανεπίσημοι ανεπίσημες ανεπίσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεπίσημος < αν- (στερητικό α-) + επίσημος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unofficial

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανεπίσημος

  1. ο μη επίσημος, ο καθημερινός, ο συνήθης
    (για ρούχο, ενδυμασία)
  2. ο άτυπος, αυτός που σίγουρα έχει κύρος και επισημότητα επί της ουσίας, τυπικά, όμως, χαρακτηρίζεται ως ανεπίσημος, επειδή δε θα γίνουν οι ανακοινώσεις που συνήθως γίνονται σε επίσημες επισκέψεις, αλλά και επειδή δε θα ληφθούν (ή δε θα ανακοινωθούν) οριστικές αποφάσεις για κάτι
    η επίσκεψη του Γιούνγκερ ανακοινώθηκε ως ανεπίσημη
    Η ανεπίσημη αντίδραση της κυβέρνησης για την Λαγκάρντ και τις απειλές μέσω Facebook (η κυβέρνηση αντέδρασε, δηλαδή, στις δηλώσεις Λαγκάρντ, αλλά σε ανεπίσημο επίπεδο, όχι με διαβήματα και επίσημες επιστολές)
  3. ο μη κοινοποιήσιμος, αυτός που λέγεται πληροφοριακά, αλλά όχι για να δημοσιευθεί ή να αποδοθεί ως φράση σε εκείνον που την είπε, παρότι την είπε, ο μη καταγραφόμενος (το "off the record")

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επίσημος και σήμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]